ομιλούμενος

ομιλούμενος
konuşulan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομιλούμαι — βλ. πίν. 74 (κυρίως στον ενεστ.) Σημειώσεις: ομιλώ, ομιλούμαι : σε στερεότυπες εκφράσεις όπως ομιλείτε παρακαλώ, ή στη μτχ. ομιλούμενος (→ προφορικός) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ομιλώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ.) Σημειώσεις: ομιλώ, ομιλούμαι : σε στερεότυπες εκφράσεις όπως ομιλείτε παρακαλώ, ή στη μτχ. ομιλούμενος (→ προφορικός) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”